- πολυφραδμοσύνη
- πολυφρᾰδ-μοσύνη, [dialect] Dor. [suff] πολύφρᾰδ-α, ἡ, = foreg., Archyt. ap. Stob.1.48.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυφραδμοσύνῃ — πολυφραδμοσύνη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφραδμοσύνη — ἡ, δωρ. τ. πολυφραδμοσύνα, Α [πολυφράδμων] πολυφραδία* … Dictionary of Greek
πολυφραδμοσύνας — πολυφραδμοσύνᾱς , πολυφραδμοσύνη fem acc pl πολυφραδμοσύνᾱς , πολυφραδμοσύνη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)